κάματος

κάματος
κᾰμᾰτος (-ου, -ῳ, -ον, -ων.)
1 effort, trouble esp. in attaining an object.

εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι O. 6.103

καμάτων δ' ἐπίλασιν παράσχοι P. 1.46

πολεμίων καμάτων ἐξ ἀμαχάνων P. 2.19

ἐκ προτέρων μεταμειψάμενοι καμάτων P. 3.96

ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φερτάτων μναμήἰ P. 5.47

θρῆνον ἄιε λειβόμενον δυσπενθέι σὺν καμάτῳ P. 12.10

εἰ δέ τις ὄλβος ἐν ἀνθρώποισιν, ἄνευ καμάτου οὐ φαίνεται P. 12.28

(Ἡρακλέα)

ἡσυχίαν καμάτων μεγάλων ποινὰν λαχόντ' ἐξαίρετον N. 1.70

ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν N. 8.50

παῦροι δ' ἐν πόνῳ πιστοὶ βροτῶν καμάτου μεταλαμβάνεινN. 10.79

Κλεάνδρῳ τις ἁλικίᾳ τε λύτρον εὔδοξον, ὦ νέοι, καμάτων ἀνεγειρέτω κῶμον I. 8.1

ζώει κάματον προφυγὼν ἀνιαρόν Παρθ. 1. 19.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κάματος — toil masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάματος — ο (AM κάματος) 1. επίπονη εργασία, μόχθος, κόπος («ἄτερ καμάτοιο τέλεσσαν», Ομ. Οδ.) 2. κατάπτωση τών σωματικών δυνάμεων από βαριά ή υπερβολική εργασία, κόπωση, κούραση, εξάντληση («αἴθρῳ και καμάτῳ δεδμημένον», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. το όργωμα τών… …   Dictionary of Greek

  • κάματος — ο κόπωση, κούραση: Έπεσε κάτω από τον κάματο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καμάτοιο — κάματος toil masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμάτοις — κάματος toil masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμάτοισι — κάματος toil masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμάτοισιν — κάματος toil masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμάτου — κάματος toil masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμάτους — κάματος toil masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμάτων — κάματος toil masc gen pl καματάω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) καματάω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμάτως — κάματος toil masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”